ὠμοδέψητος

ὠμοδέψητος
ὠμο-δέψητος, ον,
A raw-tanned, Suid. s.v. Σεμίραμις.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωμοδέψητος — ον, Α αυτός που έχει υποστεί κατεργασία σε ωμή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δέψητος (< δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. εὐ δέψητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”